- τορνευτής
- οτορναδόρος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τορνευτής — turner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνευτής — ο, ΝΜΑ [τορνεύω] τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος μσν. δημιουργός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης» … Dictionary of Greek
τορνευταί — τορνευτής turner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνευτῇ — τορνευτής turner masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνευτήν — τορνευτής turner masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνευτῶν — τορνευτής turner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνευτά — τορνευτά̱ , τορνευτής turner masc nom/voc/acc dual τορνευτής turner masc voc sg τορνευτής turner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
καβάτωρ — (AM, Μ και καβάτορας, ὁ) μσν. αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους, χαράκτης, τορνευτής αρχ. επιγρ. άγνωστης σημασίας («ὁ κύριος Ἀπόλλω καβάτωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavator] … Dictionary of Greek